- χαμαιτρίκλινον
- τὸ, Μαίθουσα φαγητού, τραπεζαρία που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τα υπόλοιπα δωμάτια τού σπιτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + τρίκλινον «αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek